- στρωματσάδα
- η постель на полу;
την βγάζω στρωματσάδα — спать на полу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
την βγάζω στρωματσάδα — спать на полу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρωματσάδα — η 1. στρώμα πάνω στο έδαφος. 2. κατάκλιση πάνω σε τέτοιο στρώμα: Απόψε θα τη βγάλουμε στρωματσάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρωματσάδα — η, Ν 1. στρώμα τοποθετημένο πάνω στο δάπεδο 2. κατάκλιση σε στρώμα τοποθετημένο απευθείας στο δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρωμάτσο + κατάλ. άδα (πρβλ. φεγγαρ άδα)] … Dictionary of Greek